Μέρος τέταρτο. Το πέρασμα από την Σαρδηνία στις Βαλεαρίδες και το Γιβραλτάρ.
Ξημέρωνε, κι’ εγώ ένοιωσα βαρύς καθώς ξύπνησα και στριφογύρισα μέσα στον υπνόσακκο. Ήμουν μάλλον απρόθυμος να σηκωθώ αμέσως. Το βάρος που ένοιωθα το εντόπιζα στο κεφάλι μου, αλλά δεν πονούσα. Ήταν ο μάλλινος σκούφος, που ζύγιζε ήδη πάνω από ένα κιλό, καθώς ήταν ποτισμένος μέχρι την τελευταία του ίνα από την βραδυνή υγρασία! Κάθισα οκλαδόν, και ενώ έστιβα το μάλλινο σκουφί να φύγει το νερό, έριξα μια γρήγορη ματιά γύρω μου. Η βάρκα ήταν στη θέση της, το ίδιο και η άκρη του σχοινιού που είχα δέσει στο πόδι μου! Η παραλία εκτεινόταν σε μεγάλη απόσταση, δεξιά και αριστερά μας, και πίσω διακρίνονταν οι εγκαταστάσεις κάποιου ξενοδοχειακού συγκροτήματος. «Άντε μάγκες», ακούστηκε η βραχνή φωνή του Τάσου. «Σηκωθείτε να του δίνουμε, γιατί έχουμε πολύ δρόμο ακόμη»...