Tου Απόστολου Σαραντίδη.
Εκείνο το Σάββατο έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη του δεκάχρονου αγοριού που ανέμελο σηκώθηκε μες στο ζεστό καλοκαιρινό πρωινό αρκετά νωρίτερα από το συνηθισμένο διότι στο σπίτι γίνονταν δουλειές με φούντες και ήθελε όπως κάθε μέρα από τότε που άρχισαν να ανακατεύεται, λες και μπορούσε να κατευθύνει το χρώμα στον τοίχο που αργότερα η μόδα θα τον σκέπαζε με ανάγλυφο χαρτί ταπετσαρίας.
Ο Αλέκος, τριαντάρης, ψηλός, ξερακιανός γείτονας με το τσιγάρο συνεχώς στο χέρι, από ώρα είχε αρχίσει να βάφει με τις μπογιές και τα πινέλα του, το πλαστικό και το λάδι. Το πρώτο άσπρισμα. Το απαραίτητο φρεσκάρισμα του νέου σχετικά σπιτικού από το 1964 που άρχισε να κτίζεται και δέκα χρόνια μετά, το πρέπον ήταν να μοσχομυρίσει χρώμα και καθαριότητα.







