Του Ανδρέα Φουράκη.
Δεν είναι μόνο η γλυκιά νοσταλγία για τα περασμένα που με καλεί σα σειρήνα να ιστορήσω, όπως ο ίδιος έζησα, τη ζωή ανθρώπων που έφυγαν μαζί με τέχνες, εργαλεία και λέξεις. Δεν είναι μόνο ο χρόνος που πιέζει ξεθωριάζοντας τη μνήμη. Το ίδιο επιτακτικά με προστάζουν και με πνίγουν η οργή και συνάμα η θλίψη για τ' απομεινάρια του λαϊκού πολιτισμού που έχουν λησμονηθεί από Πολιτεία και λαό και, σα να μην έφτανε αυτό, ποδοπατιούνται κι' όλας βάναυσα σαν κάτι χωρίς αξία, με πατιές βάρβαρες κι αγνώμονες όμοιες με αυτές του κατακτητή που πατά ιερά μνήματα προγόνων.
Πίσω λοιπόν να σκαλίσω τις στάχτες, να βρω μια σπίθα να τη ζωντανέψω, να πάρουν φωτιά εικόνες και ήχοι που λαγοκοιμούνται κι αφού διώξουν μακριά τους σημερινούς θορύβους του πολιτισμού και τ' ασεβή κτίσματα, να ξαναδώ με τα μάτια μου, να ξανακούσω με τ΄ αυτιά, να νιώσω με τα ρουθούνια μου όπως τότε, κοντοπαντελονάς, μισό αιώνα πριν, στο νερόμυλο.