(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Νέμεσις”, τον Απρίλιο του 1997).
Του Ιωσήφ Παπαδόπουλου.
Θυμάμαι τον πατέρα μου που μονολογούσε, τα χρόνια που ήμουν μαθητής με το κοντό παντελονάκι και τη φράντζα στο μαλλί. “Κακό πράγμα η συνήθεια”, έλεγε, και συνέχιζε. “Αν δεν αντισταθείς εγκαίρως, αν δεν αντιδράσεις, σε πήρε από κάτω το ρημάδι”. Εκείνος, μάλλον το τσιγάρο εννοούσε τότε, τον μεγάλο καϋμό του. Εγώ, όμως, όσο η φράντζα γινόταν παρελθόν, μαζί με τα κοντοβράκια, δεν άργησα να το πάω πιο μακρυά...
Αρχισα να το υποψιάζομαι, να με ζώνουν τα φίδια, από την εποχή που σταμάτησα να απολαμβάνω τον πρωϊνό καφέ μόνος μου, ισορροπώντας ανάμεσα στο “ακίνδυνο” χθες και το απρόβλεπτο αύριο. Από τότε, δηλαδή, που δειλά δειλά στην αρχή, με πιο πολύ κουράγιο στην συνέχεια, άρχισα να μοιράζομαι τον καφέ μου με την Ρούλα. “Να δεις που ανακάλυψαν τον τρόπο να αλώσουν το πίσω μέρος του κρανίου μας, κι’ας μην το είχαν καταφέρει τόσα χρόνια με το μπλα μπλα, τις πλαστικές σημαιούλες και τον ανούσιο κομματισμό”. Απολάμβανα, λόγω επαγγέλματος, την πολυτέλεια λίγου ελεύθερου χρόνου τα πρωϊνά, καθόταν δίπλα μου και η καπετάνισσα παίζοντας με το τηλεκοντρόλ (έλειψη θεμάτων προς συζήτησιν γαρ μετά από τόσα χρόνια έγγαμου βίου), κι’ έτσι στάθηκε αδύνατον ν’ αποφύγω το “πικρό ποτήρι”.